- ἐπαρτύω
- ἐπ-αρτύω: fit on, Od. 8.447.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επαρτύω — ἐπαρτύω και ἐπαρτύνω (Α) 1. προσαρμόζω, συναρμόζω, εφαρμόζω («αὐτίκ ἐπήρτυε πῶμα», Ομ. Οδ.) 2. ετοιμάζω, παρασκευάζω 3. κάνω κάτι νόστιμο, γευστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτύω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»] … Dictionary of Greek
ἐπαρτυσάντων — ἐπαρτύω fit aor part act masc/neut gen pl ἐπαρτύω fit aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρτυθεῖσα — ἐπαρτύω fit aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρτύειν — ἐπαρτύω fit pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρτύεσθαι — ἐπαρτύω fit pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρτύοντες — ἐπαρτύω fit pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρτύων — ἐπαρτύω fit pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήρτυε — ἐπαρτύω fit imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήρτυεν — ἐπαρτύω fit imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ … Dictionary of Greek